- εξηγητής
- οπου εξηγεί κάτι και ιδίως δύσκολα κείμενα, ερμηνευτής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐξηγητής — one who leads on masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξηγητής — ο (AM ἐξηγητής) [εξηγώ] ερμηνευτής («εξηγητής τών Γραφών») αρχ. 1. σύμβουλος, εισηγητής («ἐξηγητὴς γίνεται πρηγμάτων ἀγαθῶν», Ηρόδ.) 2. σχολιαστής («τὰ ὠβελισμένα οὐδενὶ τῶν ἐξηγητῶν ἔδοξε Θουκυδίδου εἶναι») 3. ξεναγός … Dictionary of Greek
οὑξηγητής — ἐξηγητής , ἐξηγητής one who leads on masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγηταῖς — ἐξηγητής one who leads on masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγηταί — ἐξηγητής one who leads on masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγητοῦ — ἐξηγητής one who leads on masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγητῇ — ἐξηγητής one who leads on masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγητήν — ἐξηγητής one who leads on masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγητῶν — ἐξηγητής one who leads on masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγητά — ἐξηγητά̱ , ἐξηγητής one who leads on masc nom/voc/acc dual ἐξηγητής one who leads on masc voc sg ἐξηγητής one who leads on masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)